-
1 περι-κατ-άγνῡμι
περι-κατ-άγνῡμι (s. ἄγνυμι), rings herum oder darüber zerbrechen; περικατάξαι τὸ ξύλον, Ar. Lys. 357; – λόφος πολλαχῇ περικατεαγώς, zerrissen, D. Hal. 7, 68.
1 περι-κατ-άγνῡμι
περι-κατ-άγνῡμι (s. ἄγνυμι), rings herum oder darüber zerbrechen; περικατάξαι τὸ ξύλον, Ar. Lys. 357; – λόφος πολλαχῇ περικατεαγώς, zerrissen, D. Hal. 7, 68.